- φιλυπήκοος
- -ον, Ααυτός που αγαπά τους υπηκόους.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ὑπήκοος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλυπήκοος — loving one s subjects masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)